- υλοφορβός
- -όν, Α- αυτός που τρέφεται στα δάση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -φορβός (< φέρβομαι «τρέφομαι»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑλοφορβούς — ὑλοφορβός feeding in the woods masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek